O Gottfried Benn υποστήριζε ότι στη λυρική ποίηση το μέτριο
είναι ανεπίτρεπτο και ανυπόφορο
Όταν με διαβάζω τον δικαιώνω

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18

ο ποδηλάτης


Ένας ποδηλάτης με μεγάλα αυτιά
χώματα γεμάτος ρούχα του σκαφτιά
ένας εργατάκος σα κλαδί λιανός
ήλιος πανδαμάτωρ καλοκαιρινός

πάει για το νταμάρι ορθοπεταλιά
δίπλα του το κύμα και ακρογιαλιά
άρμενα στο βάθος ξάρτια και σχοινιά
η μπουρζουαζία άνοιγε πανιά

Ο ποδηλάτης



Ινδοί με σαγιονάρες τον Δεκέμβρη
λεωφορεία που δεν πάνε πουθενά
φωτάνε οι βιτρίνες γιορτινά
ψεύτικο χιόνι από ζάχαρη κι αλεύρι.

Πως με πονά ετούτη η γειτονιά
σα να έπρεπε στη μνήμη μου σφουγγάρι
στα νιάτα μου επήγαν στο φεγγάρι
όμως εγώ δεν πήγα πουθενά

Σα να έπεσα από τ’ όνειρου το πλοίο
με σέρνει στα στενά της ναυαγό
στο ένα πεζοδρόμιο εγώ
στο άλλο να γυρίζω απ το σχολείο

Και μάγισσα κακή με καλοπιάνει
με ξόρκια και μαντζούνια με γυρνά
με πάει στις βιτρίνες με κερνά
μου λέει  κι εκ των υστέρων το φλιτζάνι

Η γειτονιά μου










Σάββατο, Δεκεμβρίου 17

σαπούνι στα μάτια

                                                                             
Είχα ένα όνειρο καράβι
με άλμπουρο και τσιμινιέρα
τότες θυμάμαι στην μπανιέρα
είδα τα φώτα του ν ανάβει

τρανό καράβι που χε κύρη
ένα μικρούλη κακομοίρη

και για του πέλαγου τα πλάτια
έλεγα πότες θα κινήσει 
μα είχε η μάνα σαπουνίσει
στόμα λαιμό αυτιά και μάτια

και ξέβγαζε μου το ρουθούνι
για να μη σκάσω απ το σαπούνι

κι ήρθανε χρόνοι στην αράδα
να τρέχει πάνω μου η βρύση
δεν λέει εκείνο να κινήσει
μήτε να φύγει η σαπουνάδα

κι όσο το μάτι μου ν ανοίξει
τόσα νερά το είχαν πνίξει

είχα ένα όνειρο καράβι
όνειρο κρύσταλλο γυαλί
του καπετάνιου τη στολή
ακόμη ο ράφτης μου τη ράβει

κι όταν τελειώσει κάποια μέρα
δεν θα χει βούλωμα η μπανιέρα 





Μισό κονιάκ που πήγε κάτω σα φαρμάκι
κι άλλο μισό για τη καρδιά να στηλωθή
είχαν τα εμπόρια του φίλου μου χαθεί
στης πίσω αυλής το μαγαζί, στο καμαράκι

σκυμμένοι ώμοι , ο καθένας το σταυρό του
εγώ με μνήμες παιδικές, παλιά βαρίδια
να το δωμάτιο της γριάς στη Κλεομβρότου
και του πατέρα η μυρωδιά η ίδια

σκόρπια χαρτιά κι ο τελικός λογαριασμός
συνήθεια χρόνων που θ αλλάξει ,ποιος τ αντέχει;
και του σταυρού ο τελευταίος πειρασμός
{ έχει για όλους ο θεός, για μας δεν έχει }

ψίχουλα μνήμης γύρω και παντού
θα χαμε όνειρα αν ήμασταν πιο νέοι
γέρικα μάτια της καρδιάς το πασπαρτού
{ Γιάννη δεν γίναμε ποτές καπεταναίοι }

Κι εκεί στο μαγαζί το αδειανό
στους τοίχους π αντηχούσε η μιλιά μου
άλλο ένα ψίχουλο φορτώθηκα βουνό
και μέρμηγκας το πάω για τη φωλιά μου

το ψίχουλο



  

Τρίτη, Δεκεμβρίου 6

σαν τα βαπόρια

 

                                                                                                                     Α οι παλιοί μου χρόνοι και η σκουριά τους    
τ όνειρο ανεμογκάστρι κυοφορούν
πλέκουν ψαθί καπέλο  παρηγοριά τους
άγριο το χορτάρι και το φορούν

έχουν πικρό συχώριο για τον φονιά τους
πότε και ποιος διαβήκε το λησμονούν
σα τα παλιά πορτόνια στην ερημιά τους
κάθε π ανοίγεις τρίζουν σα να πονούν

κι ως σπίτια που γκρεμίσαν στα καταπόρια
τοίχοι και καμινάδες να το μπορούν
τώρα με τον αέρα σα τα βαπόρια
πένθιμα να σφυρίζουν π΄ αναχωρούν

σαν τα βαπόρια


Στ΄ αγκάθια οι κήποι
πνίγουν τις βραγιές
μ΄ενα φεγγάρι να ξεφτά
την ασημομπογιά του

τόν μαύρο της μετρά βυθό
η νύχτα με οργές
ερμος διαβάτης τ΄ονειρο
επέρασε και γειά του

τώρα η πράσινη σκουριά
με τρώει των χαλκωμάτων.
τις μέρες μου αγριόμαλλο
στο μαύρο σου στημόνι

τυλάς ζωή . Τ΄αχνάρι σου
πειστήριο εγκλημάτων
σαν δαχτυλιές σε έπιπλα
που΄χε καθίσει σκόνη. 

το πειστήριο


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 1

Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι

  

Φιγούρες απ τον κόσμο του Σπαθάρη
φτωχή παράγκα το σεράϊ αντικρύ
του καραγκιόζη το να χέρι το μακρύ
ζωή πανσέληνος , ένα φεγγάρι

να του βεζίρη το σπαθί σαν το δικό μας
με το θηκάρι του ξωπίσω σαν ουρά
ήταν τότες που μοιράζαν τη χαρά
και λες ξοδεύτηκε με μιας το μερτικό μας

καταραμένο πάντα πέθαινε το φίδι
ο μέγα Αλέξανδρος νικούσε στο πανί
και που σε σφάζει ,τα μικρά ,που σε πονεί
ζωή φτιαγμένη από νίκες και παιχνίδι

η μνήμη εκείνη μοιάζει τώρα να λαθαίνει
που έχει η νιότη μες το χρόνο μαραθεί
το σκοτωμένο φίδι να χει αναστηθεί
κι ο μέγα Αλέξανδρος στο τέλος να πεθαίνει


Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι


-------------------------------------------------

Σαν ιστορία που θα πρέπει να τολμήσω
μια κατάρα  ή τα μάγια μου να λύσω
μ ένα φιλί ή μ ένα δράκο σκοτωμένο
τον καημένο

κι ως δεν υπάρχει παραμύθι να θυμάμαι
και φυλαχτό να με φυλά όταν κοιμάμαι
είπα να λύσω με καράβι για ταξίδι
μισό καρύδι

με των πολλών στη προκυμαία τα μαντήλια
και των παπάδων τις ευχές και τα καντήλια
μ είδα κρυψώνα τους ορίζοντες μου ναχω
θαλασσομάχο

κι ως να μη έχουν από με ένα σημάδι
του κάτω κόσμου με νομίζουν και του Άδη
να λειτουργιές και να στεφάνια στο νερό
στον τολμηρό

μα εγώ έχω πίσω ένα δράκο που να ζει
κατάρες μάγια φυλαχτά όλα μαζί
υπέρ ανάπαυσης την κάθε Κυριακή
κι άστους εκεί


μισό καρύδι